- μετοίκηση
- ηαλλαγή κατοικίας ή τόπου διαμονής, μετοικεσία: Η μετοίκηση των προσφύγων ήταν δύσκολη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετοίκηση — η (ΑΜ μετοίκησις) [μετοικώ] 1. αλλαγή τού τόπου κατοικίας ή τού τόπου διαμονής, μετοικεσία 2. εγκατάσταση σε ξένη χώρα, μετανάστευση 3. φρ. «μετοίκηση τής Βαβυλώνος» η μετοικεσία τής Βαβυλώνος νεοελλ. 1. μτφ. α) κάθε ομαδική μετακίνηση σε άλλο… … Dictionary of Greek
Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… … Dictionary of Greek
διοίκισις — διοίκισις, η (Α) [διοικίζω] μετοίκηση, μετακόμιση … Dictionary of Greek
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
εξοίκησις — ἐξοίκησις, η (Α) [εξοικώ] μετοίκηση, μετανάστευση … Dictionary of Greek
κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… … Dictionary of Greek
μεθίδρυσις — μεθίδρυσις, ἡ (Α) [μεθιδρύω] 1. μετάθεση, μετακίνηση, μετοίκηση, μετεγκατάσταση («αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν λαβοῡσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυσιν», Στράβ.) 2. μετατροπή, μεταρρύθμιση («μηδεμιᾱς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως… … Dictionary of Greek
μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… … Dictionary of Greek
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek